1 σχέση: Γλωσσογράφος.
Γλωσσογράφος
Στη Νομική επιστήμη ως γλωσσογράφοι (glossatori) ήταν περισσότερο γνωστοί οι κατά τον Μεσαίωνα νομοδιδάσκαλοι της Ιταλίας και ιδίως της Νομικής Σχολής τουΠανεπιστημίουτης Μπολόνια οι οποίοι ερμηνεύοντας τα χωρία των νομικών συλλογών τουΡωμαϊκού Δικαίου, αντί συστηματικής μελέτης, έγραφαν τα σχόλιά τους στο περιθώριο τουερμηνευόμενουχωρίουή μεταξύ των γραμμών τουκειμένου.