1 σχέση: Φάσιο (Fascio).
Φάσιο (Fascio)
Το φάσιο (από το ιταλ. Fascio, πληθ. fasci, προφέρεται, πληθ. "φάσι") είναι ιταλική λέξη πουσημαίνει κυριολεκτικά "δεσμίδα" ή "δεμάτι" (π.χ. από στάχυα), και μεταφορικά "σύνδεσμο" (οργάνωση).
Νέος!!: Fascio και Φάσιο (Fascio) · Δείτε περισσότερα »