1 σχέση: In concreto.
In concreto
Ο όρος in concreto είναι ένας λατινογενής όρος πουαπαντάται και σήμερα, σε ευρεία χρήση, κυρίως ως νομικός και δικονομικός όρος.
1 σχέση: In concreto.
Ο όρος in concreto είναι ένας λατινογενής όρος πουαπαντάται και σήμερα, σε ευρεία χρήση, κυρίως ως νομικός και δικονομικός όρος.